Τετάρτη 20 Αυγούστου 2014

Κουμούτσος (Κορώνη)

Πλανόδιος κινηματογράφος.
Πηγή φωτογραφίας ethnos.gr
 
 
Άρθρο από morianews.gr
από Αφιέρωμα από το «Flash της Μεσσηνίας» που κυκλοφορεί
 
Ο Γιάννης Λιγουδιστιανός σήμερα, έτοιμος πάντα για προβολές…
Του Πέτρου Τσώνη*
Ήταν 17 Μαρτίου το 1964, όταν ο 23χρονος Γιάννης Λιγουδιστιανός έκανε  την πρώτη του επαγγελματική προβολή στο χωριό του, στο Χαρακοπιό της Κορώνης. Ήταν μια ιταλική περιπέτεια, ο «Ιππότης Παρταλιάν», που του έφερε στο ταμείο 236 εισιτήρια. Η συνέχεια ήταν συναρπαστική…
Για εφτά περίπου χρόνια ο νεαρός Γιάννης Λιγουδιστιανός, γνωστότερος στην περιοχή με το παρατσούκλι Κουμούτσος, οργώνει με το αυτοκινητάκι του ολόκληρη σχεδόν τη Μεσσηνία, προβάλλοντας έργα της εποχής και δίνοντας μοναδική χαρά στους κατοίκους των χωριών.
Λίγο πριν αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για τον κινηματογράφο φεύγει με την οικογένειά του στην Αμερική, όπου θα ζήσει για αρκετά χρόνια.
Όμως, πάντα θεωρεί την Αμερική προσωρινό καταφύγιο και όταν πια μεγαλώσουν και παντρευτούν τα δυο του αγόρια, επιστρέφει και πάλι στην πατρώα γη.
Με τις οικονομίες μιας ζωής καταφέρνει να χτίσει ένα πανέμορφο τουριστικό συγκρότημα με θέα το Μεσσηνιακό κόλπο.
Όμως, η μεγάλη του αγάπη, ο κινηματογράφος, δεν ξεχνιέται.
Στην αποθήκη του σπιτιού στήνει τη δική του αίθουσα προβολής, όπου περνά αρκετές ώρες την ημέρα, επισκευάζοντας τις αγαπημένες του μηχανές προβολής.
Στα 74 χρόνια του σήμερα ο Γιάννης Λιγουδιστιανός είναι και πάλι έτοιμος να βγει περιοδεία στα χωριά της Μεσσηνίας, κάτι που σκέπτεται να πραγματοποιήσει το καλοκαίρι σε παραλιακό χωριό της περιοχής.
Τον συναντήσαμε στο στρατηγείο του, ανάμεσα σε κόπιες και μηχανές.
Μας μίλησε για την περιπέτειά του στο μαγικό κόσμο του κινηματογράφου.
Μιλώντας, μας ζωντάνεψε στο πανί της μνήμης μας μια εποχή που οι τίτλοι τέλους έχουν πέσει εδώ και αρκετά χρόνια.
Στο χωριό Χαρακοπιό της Κορώνης γεννιέται το 1941 ο Γιάννης Λιγουδιστιανός. Κέντρο εμπορίου για την περιοχή το χωριό του και μ’ έναν πατέρα σημαντικό έμπορο.
Μετά το Δημοτικό ο μικρός Γιάννης πήγε Γυμνάσιο στην κοντινή Κορώνη, όμως, απ’ ό,τι φαίνεται, τα γράμματα δεν ήταν στις προτεραιότητές του.
Σταματά στη Β’ Γυμνασίου και ασχολείται –μέχρι τα 18 του, οπότε θα πάει εθελοντής στρατιώτης – με τις δουλειές του πατέρα του.
Επιστροφή στο χωριό και το «σαράκι» του κινηματογράφου, που έχει ήδη μπει μέσα του από μικρή ηλικία, αρχίζει να τον βασανίζει.
«Ο πρώτος κινηματογραφιστής στην περιοχή ήταν ο Αριστείδης Τέντες, από τη Νέα Κορώνη. Ερχόταν στο χωριό μου, όπου έπαιζε στο καφενείο, ενώ πήγαινα και στο γειτονικό μεγάλο χωριό, τη Λογγά, όπου έπαιζαν οι Καλαματιανοί.
Θυμάμαι τότε είχαν βγει τα πετρογκάζ, γιατί μέχρι τότε οι νοικοκυρές μαγείρευαν με ξύλα. Ο Τέντες, λοιπόν, είχε αναλάβει να διαφημίσει τα πετρογκάζ και κάθε βράδυ στην προβολή έδινε δωρεάν μια συσκευή».
Η καθοριστική απόφαση για το νεαρό Γιάννη πάρθηκε, όταν μια βραδιά στο χωριό του είχε έρθει ένας κινηματογραφιστής από την Τρίπολη.
«Γνωριστήκαμε, τον κέρασα ένα ούζο και επάνω στην κουβέντα μού λέει πως πουλάει τον κινηματογράφο. Το συζήτησα με τον πατέρα μου και τον αγόρασα σε τιμή λιγότερη από 40.000 δραχμές».
Άδεια από την Αστυνομία, ένα μικρό φορτηγάκι «Κινηματογραφικόν» και η μαγική περιπέτεια ξεκινά.
«17 Μαρτίου 1964, πρεμιέρα στο καφενείο του χωριού μας. Η επιτυχία ήταν τεράστια. Ο “Ιππότης Παρταλιάν” ήταν γουρλίδικος, αφού έκοψα 236 εισιτήρια. Την επόμενη ημέρα, με την ίδια ταινία, έπαιξα στη Φοινικούντα με 180 εισιτήρια. Η τιμή του εισιτηρίου ήταν 5 δραχμές».
Με έδρα το Χαρακοπιό οργώνει ολόκληρη τη Μεσσηνία, Κάμπος Αβίας, Καρδαμύλη Μάνης, Κορώνη, Μεθώνη, Βλαχόπουλο, Ανδρούσα κ.λπ.
«Όταν ξεκίνησα, ήμαστε 3-4 κινηματογραφιστές, για να γίνουμε 26 το 1970.  Είχαμε χωρίσει τις περιοχές και όσο γινόταν, δεν μπαίναμε ο ένας στα λημέρια του άλλου» παρατηρεί.
Οι προβολές γίνονταν στα καφενεία ή σε αποθήκες, ενώ το καλοκαίρι στις πλατείες των χωριών: «Κρεμούσα το σεντόνι στο καφενείο, έβαζα τις καρέκλες με τη σειρά και βέβαια εφημερίδες στα τζάμια, για να μην υπάρχουν τζαμπατζήδες. Το εισιτήριο ήταν 5 δραχμές και ο καφετζής έπαιρνε το 10% επί των εισπράξεων.
Πολλά παιδιά μού λέγαν “δεν έχω λεφτά, ρε μπάρμπα Γιάννη, βγάλε την εφημερίδα από το παράθυρο να δούμε κι εμείς”. Τελικά, αφού μάζευα τα εισιτήρια, τους έβαζα μέσα. Ακόμη και σήμερα που πάω στα χωριά, μου το θυμίζουν».
Για την εποχή του το μεροκάματο ήταν πολύ καλό: «Τότε το εργατικό μεροκάματο ήταν 40 – 50 δραχμές. Εγώ έφερνα από 300 – 500 δραχμές. Όμως, δεν έμεναν λεφτά, ήμουν νέος και οπότε καταλαβαίνεις. Στο μεταξύ, κυνηγάγαμε τις καλές ταινίες, τις ακριβοπληρώναμε. Μια ταινία του Ξανθόπουλου την παίρναμε από 1.200 – 2.500 δραχμές, για 10 ημέρες».
Εκείνη την εποχή κυριαρχούσαν οι ταινίες της ΚΛΑΚ ΦΙΛΜ με πρωταγωνιστικό δίδυμο τον Νίκο Ξανθόπουλο και τη Μάρθα Βούρτση, ακολουθούν τα καουμπόικα, ενώ άρχιζαν να γυρίζονται και τα ηρωικά «Γοργοπόταμος», «ΟΧΙ» κ.λπ., και βέβαια, μακριά από ακατάλληλα:
«Ακατάλληλα έργα δεν παίζαμε, η Χούντα τα είχε απαγορεύσει. Να φανταστείς, ακόμη και σε σκηνές με φιλί βάζαμε το χέρι μας στο φακό, για να μην προβληθεί στην οθόνη».
Προβολές και σε ελαιοτριβεία..
Στη μνήμη του Γιάννη Λιγουδιστιανού έρχονται παράξενα στιγμιότυπα από εκείνη την εποχή: «Σ’ ένα χωριό που πήγα να παίξω δεν υπήρχε καφενείο. Έτσι, αποφάσισα να παίξω στο ελαιοτριβείο. Πλήρωσα, μάλιστα, δύο εργάτες να μετακινήσουν τον ελαιοπυρήνα, για να βάλουμε τις καρέκλες.
Έπαιζα την ταινία “Γης ποτισμένη με ιδρώτα” με τη Ναργκίς.
Στην κορύφωση του έργου χαλάει η γεννήτρια. Ανεβαίνω στο τραπέζι και τους λέω “παιδιά, χάλασε η γεννήτρια, θα αφήσω εδώ τις μηχανές, θα πάω στην Καλαμάτα να την επισκευάσω και αύριο θα επαναληφθεί η προβολή”.
Πήγα, την επισκεύασα και την επόμενη έπαιξα δύο ταινίες, έτσι για δώρο στους ανθρώπους αυτούς».
Όμως, το αυτοκινητάκι «Κινηματογραφικόν» δε λειτουργούσε μόνο για να μεταφέρει το συνεργείο, αλλά πολλές φορές και ως νοσοκομειακό: «Πήρα μια ετοιμόγεννη από το Χαρακοπιό με τον άνδρα της για να την πάω στο νοσοκομείο στην Καλαμάτα. Στο δρόμο την πιάνουν οι πόνοι και στην απελπισία της χαστούκισε τον άνδρα της. Μόλις φθάσαμε στο νοσοκομείο, ’σπάσαν τα νερά.
Απ’ τη Στενωσιά της Πυλίας ίδια περίπτωση, στα μέσα της διαδρομής  ’σπάσαν τα νερά, ξυπνάω το βενζινά στην Καζάρμα, στρώνει μια κουβέρτα στο βενζινάδικο και μέχρι να πάω εγώ στο διπλανό χωριό να φέρω τη μαμή, είχε γεννήσει».
Τον Απρίλη του 1970 ο Γιάννης Λιγουδιστιανός με τη γυναίκα του και το μικρό τους παιδί φεύγουν για την Αμερική. Λίγο νωρίτερα είχε πουλήσει συνεργείο και άδεια στον Γιάννη Κουτραφούρη στη Θουρία.
«Είχα παντρευτεί, είχα ένα παιδάκι, άρχισαν να βγαίνουν οι ασπρόμαυρες τηλεοράσεις και όπως έλεγε ο αείμνηστος κινηματογράφιστής Γιάννης Χαρίτος, “το γυαλί έφαγε το πανί”».
Στην Αμερική δεν ασχολείται με τον κινηματογράφο, δουλεύει ως ντελίβερι σε πιτσαρία, σε εργοστάσιο μηχανών θαλάσσης και ανοίγει δικά του βενζινάδικα.
Μαγεύεται στις τεράστιες κινηματογραφικές αίθουσες και την κινηματογραφική βιομηχανία της Αμερικής, παρακολουθεί όμως και ελληνικές ταινίες στον κινηματογράφο της Ομογένειας.
Αφού μεγάλωσαν τα δυο του αγόρια και κάνουν τις δικές τους οικογένειες, αποφασίζει ότι ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να επιστρέψει και πάλι στην Ελλάδα.
Στην περιοχή του Αγίου Ανδρέα χτίζει ένα μικρό μα όμορφο τουριστικό συγκρότημα και απολαμβάνει τη μαγεία του τοπίου.
Η πρώτη αγάπη, όμως, δεν ξεχνιέται. Γυρνώντας από την Αμερική πάει στη Θουρία, όπου είχε πουλήσει τη μηχανή.
«Βρήκα τον μπάρμπα Γιάννη τον Κουτραφούρη να φτιάχνει τσίπουρο, τα ήπιαμε και πήρα πίσω την αγαπημένη μου μηχανή».
Στην τεράστια αποθήκη του σπιτιού έχει στήσει τη δική του αίθουσα προβολής. Με τη μηχανή Pion – Pion Ιταλίας με τις αρουλέζες (για το γύρισμα των ταινιών) και το πανί στον απέναντι τοίχο. Και φυσικά, χιλιάδες μέτρα φιλμ και εκατοντάδες αφίσες και φωτογραφίες της εποχής.
«Δε μου λείπει, αλλά αν μου έδιναν άδεια, θα πήγαινα και πάλι στα χωριά, για να συναντήσω γνωστά πρόσωπα».
Το καλοκαίρι σκέπτεται να παίξει στη Φοινικούντα, ενώ θα τοποθετήσει ταμπέλα που θα λέει: «Απαγορεύεται η είσοδος στους κάτω των 60 ετών».
Εισβολή στου Λέζαγα…
«Τα πρώτα χρόνια που ξεκίνησα ο Χαρίτος δε με άφηνε να παίξω στου Λέζαγα (σήμερα Στενωσιά). Μου έλεγε: «Ρε αδέρφι, αν πας στου Λέζαγα, θα τσακωθείς, γιατί είσαι νευρασθενικός».
Ένα βράδυ πάω στου Χανδρινού, βρίσκω τον Χαρίτο να έχει σβήσει τη μηχανή. Πάω στο Χατζή, βρίσκω τον Γραμμένο. Τηλεφωνώ για να πάω Κορυφάσιο, ήταν ο Τρίκυκλος, έτσι λέγαμε τον Ηλία του Ναθαναήλ.
Στο μεταξύ νύχτωνε και δεν ήξερα τι να κάνω. Κάτσε, λέω, να πάω στου Λέζαγα να κάνω μια δοκιμή. Μπαίνω στο χωριό και βάζω δυνατά ένα τσιφτετέλι. Βλέπω στις γωνίες, από παιδάκια μέχρι και γριές, να χορεύουν. Σκέφθηκα τι έχανα τόσα χρόνια που πίστεψα τον Χαρίτο.
Βρίσκω τον καταστηματάρχη, βάζω τα ηχητικά τέρμα, με αποτέλεσμα να γίνει μακελειό.
Να φανταστείς τους πήγα τέσσερις φορές το ίδιο καουμπόικο με διαφορετικό όνομα και όταν τελείωνε, μου έλεγαν “κάπου το έχουμε δει το έργο”.
Ήταν ωραίοι άνθρωποι, γλεντζέδες. Το Λέζαγα έγινε η καλύτερή μου πιάτσα.
Όταν έμπαινα στο χωριό και άρχιζα να γυρνάω στις ρούγες, 30 – 40 παιδάκια τρέχαν πίσω από το αυτοκίνητο»…
Γιάννης Χαρίτος
«Ώρα Ενάρξεως: Φάτε και ελάτε», η φράση αυτή αποδίδεται στο θρυλικό κινηματογραφιστή Γιάννη Χαρίτο από τη Νέα Κορώνη, που έγραψε τη δική του ιστορία σε πόλεις και χωριά της Μεσσηνίας.
Πολλές είναι οι ιστορίες που φθάνουν στα όρια του μύθου, που διηγούνται οι κάτοικοι των χωριών της Μεσσηνίας για τις περιπέτειες του αείμνηστου Γιάννη Χαρίτου.
Ένα βράδυ, σ’ ένα χωριό της Μεσσηνίας, κατά τη διάρκεια της προβολής αρχίζει να κόβεται η ταινία. Ο Χαρίτος την κολλάει και αρχίζει πάλι την προβολή, όμως το φαινόμενο εντείνεται. Τι να κάνει τότε και αφού δεν ήταν διατεθειμένος να επιστρέψει τα εισιτήρια, ανεβαίνει στο τραπέζι εν μέσω χειροκροτημάτων και  αρχίζει να διηγείται τη συνέχεια και το τέλος της ταινίας.
Σε μια άλλη περίπτωση, κατά τη διάρκεια της προβολής, ένας τεράστιος σκούρκος πάει και κάθεται μπροστά στο φακό, με αποτέλεσμα να παίζει η μισή οθόνη. Παίρνει το μικρόφωνο ο Χαρίτος και λέει: «Με συγχωρείτε, κύριοι, δε φταίω εγώ, φταίει το έντομο».
Σήμερα, εκτός από τις ιστορίες, έχει απομείνει η τελευταία του μηχανή, την οποία ο γιος του Ηλίας Χαρίτος έχει τοποθετήσει σε περίοπτη θέση στο σπίτι του στη Νέα Κορώνη.
Ηλίας Ναθαναήλ ή Τρίκυκλος…
(Του Σταύρου Μαρτίνου)
Είναι από τις πιο όμορφες και ευχάριστες διηγήσεις που έχουμε ακούσει. Ο Ηλίας Ναθαναήλ μάς μίλησε για τα χρόνια που γυρνούσε με το τρίκυκλό του στα χωριά της Μεσσηνίας και της Μάνης για να δείξει κινηματογραφικές ταινίες. Για τους ανθρώπους στο Βλαχόπουλο που περίμεναν πώς και πώς να δουν γουέστερν. Για τους Μανιάτες που ήταν οι πιο τυπικοί θεατές. Για τους συναδέλφους του και τα «μαλώματά» τους, όταν τύχαινε να βρεθούν το ίδιο βράδυ στο ίδιο χωριό για να κάνουν προβολή. Για τις προβολές σε καφενεία, όπου οι θαμώνες του ενός καφενείου δεν πήγαιναν να δουν κινηματογράφο στο άλλο, επειδή ήταν της αντίπαλης πολιτικής παράταξης.
Ο Ηλίας Ναθαναήλ είχε από παιδί πάθος με τον κινηματογράφο: «Ήμουν πιτσιρίκος ακόμη όταν έφτιαξα τη δική μου κινηματογραφική μηχανή. Πήγαινα στον κινηματογράφο και έπαιρνα τα φιλμ που πετούσαν οι χειριστές για να ενώνουν τις ταινίες. Τα έβαζα στη μηχανή που είχα φτιάξει με κάτι κουτιά από γάλατα, έβαζα και μια λυχνία και έκανα προβολή. Μετά πήγα και στην κίνηση, έφτιαξα μηχανή με γρανάζια ρολογιού, έτσι παρουσίασα και την κίνηση, η οποία βέβαια ήταν βουβή»!
Λίγο αργότερα ο Ηλίας Ναθαναήλ εργάστηκε ως βοηθός του Καβουρίνου, που ήταν χειριστής κινηματογραφικής μηχανής στον παλιό κινηματογράφο Κάστρο. Παλιά στο Κάστρο, στη Σιδηροδρομικού Σταθμού, γίνονταν παραστάσεις καραγκιόζη, μετά έγινε θερινός κινηματογράφος και μετά ανοιγόμενος κινηματογράφος, δηλαδή και θερινός και χειμερινός.
Το δικό του συνεργείο ο Ηλίας Ναθαναήλ το έφτιαξε σε ηλικία 18 χρόνων περίπου και πήγαινε για προβολές στα χωριά της Μεσσηνίας και της Μάνης, ενώ έφτανε και μέχρι το Δώριο και το Κοπανάκι της Τριφυλίας. Πιο καλά ήταν, όταν έκανε προβολές «στα κεφαλοχώρια, εκεί που είχε μεγάλο πληθυσμό, όπως στην Ανδρούσα, την Εύα, την Κορώνη, τον Λογγά, το Χατζή, το Χανδρινού, το Βλαχόπουλο. Αυτό δε σημαίνει, όμως, ότι δεν πηγαίναμε και σε μικρότερα χωριά, όπως στη Μικρομάνη, στον Άρι, στη Θουρία και στο Ασπρόχωμα ακόμα».
Τον Ηλία Ναθαναήλ τον φώναζαν «τρίκυκλο» τότε, γιατί πήγαινε στα χωριά με ένα εντυπωσιακό για την εποχή τρίκυκλο, ένα κλειστό αυτοκινητάκι με τρεις ρόδες. Τα καλοκαίρια οι προβολές γίνονταν σε πλατείες ή άλλους κατάλληλους ανοιχτούς χώρους και το χειμώνα στα καφενεία, αν και «τα καφενεία τότε ήταν μοιρασμένα πολιτικά και καμία φορά χάναμε θεατές, γιατί δεν πήγαιναν από το ένα καφενείο στο άλλο».
Ο κόσμος περίμενε με ανυπομονησία να έρθει στο χωριό το συνεργείο να δείξει κινηματογράφο, αφού εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν άλλες διασκεδάσεις. Στους περισσότερους άρεσαν οι ελληνικές ταινίες και ιδίως «το δράμα και ο πόνος, δηλαδή τα έργα με τον Ξανθόπουλο και τη Μάρθα Βούρτση. Είχαν μεγάλη επιτυχία αυτές οι ταινίες».
Όμως, ο Ηλίας Ναθαναήλ έπαιζε και πολλές ξένες ταινίες, κάτι που δεν έκαναν οι συνάδελφοί του: «Ήταν μια πρωτοτυπία, γιατί οι άλλοι έπαιζαν σχεδόν μόνο ελληνικές. Εμένα, όμως, μου άρεσε ο ξένος κινηματογράφος και σε κάποια χωριά που είχε πολλή νεολαία, ήθελαν ξένες ταινίες. Οι ταινίες που δούλεψαν πάρα πολύ ήταν η “Οδύσσεια” του Ομήρου με τον Κερτ Ντάγκλας, που την έδειξα και στα σχολεία και “Τα Πάθη του Χριστού”».
Πάντως, αξέχαστη του έχει μείνει η ανυπομονησία που είχαν οι νέοι στο Βλαχόπουλο να δουν ταινίες γουέστερν. Σε ό,τι αφορά το κοινό, ο Ηλίας Ναθαναήλ δεν έχει παράπονα από κάποια περιοχή, ωστόσο «εκείνο που μου έκανε εντύπωση ήταν ο κόσμος στη Μάνη, ο οποίος ήταν πολύ τυπικός. Παρότι παίζαμε στην πλατεία, οι άνθρωποι έφερναν την καρεκλίτσα τους, πλήρωναν το εισιτήριό τους και κάθονταν να δουν, δεν υπήρχαν κάποιοι που προσπαθούσαν να δουν κρυφά. Οι Μανιάτες ήταν τυπικότατοι. Εντάξει και στα άλλα μέρη ήταν τυπικοί, όμως υπήρχαν και οι… απέξω».
Παρ’ όλα αυτά, η δουλειά του Ηλία Ναθαναήλ δεν έκανε πολλά λεφτά, «διότι τα έξοδα ήταν πάρα πολλά. Μία κινηματογραφική ταινία, προκειμένου να τη νοικιάσουμε για μία εβδομάδα περίπου, κόστιζε πάρα πολλά χρήματα». Σε ό,τι αφορά το εισιτήριο, όταν ξεκίνησε τις προβολές η τιμή ήταν 3 δραχμές, μετά έγινε 4 ή και 5 και στο τέλος έφτασε τις 6.
Ο ίδιος θυμάται αυτά τα χρόνια με τις καλύτερες αναμνήσεις, «τα αναπολώ, ήταν μια αγνή εποχή, δεν είχε αυτό που έχει η σημερινή, την πονηριά και το άγχος. Μπορεί να υπήρχε φτώχεια τότε, αλλά περνούσαμε πιο ήρεμα».
Ο Ηλίας Ναθαναήλ και οι συνάδελφοί του είχαν καλές σχέσεις μεταξύ τους, πολλές φορές μετά τις προβολές στα χωριά συναντιούνταν τη νύχτα και συζητούσαν για τη δουλειά τους, υπήρχαν ωστόσο και οι παρεξηγήσεις, «οι κόντρες μεταξύ των συνεργείων, όταν ο ένας είχε προτεραιότητα σε κάποιο χωριό, αλλά εμφανιζόταν και ένας άλλος για να παίξει το ίδιο βράδυ στο άλλο καφενείο».
Την εποχή τη δική του, και ιδίως λίγο αργότερα, υπήρχαν πολλά συνεργεία που έκαναν προβολές στα χωριά. Ο ίδιος ο Ηλίας Ναθαναήλ είχε φτιάξει και δεύτερο δικό του συνεργείο, τον βοηθούσε το γεγονός ότι «έφτιαχνα ο ίδιος τις μηχανές προβολής, εκτός από το κεφάλι που αγόραζα. Τις έφτιαχνα με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι εύκολες όσον αφορά στο στήσιμο και το ξεστήσιμο, ενώ αντίθετα οι άλλοι κουβαλούσαν ολόκληρα συστήματα».
Όπως θυμάται, την ίδια εποχή με τη δική του υπήρχε το συνεργείο του Μυσιρλή, από την Πύλο, ο οποίος είχε εκλεγεί και δήμαρχος. Στην Καλαμάτα υπήρχε ο Γραμμένος, στον οποίο είχε πάει ο Ναθαναήλ πριν φτιάξει το δικό του συνεργείο, ενώ πιο παλιά υπήρχε και ένας που, εάν θυμάται καλά, λεγόταν Καπερνάρος. Πιο πολλά συνεργεία, πάντως, είχαν φτιαχτεί στα χωριά, όπως στη Βαλύρα από κάποιον Μανιάτη, στο Μελιγαλά από έναν Πάνια, ενώ δύο συνεργεία υπήρχαν στη Νέα Κορώνη.
Ο Ηλίας Ναθαναήλ λειτούργησε, όμως, και μόνιμους κινηματογράφους, «στη Θουρία και στο Πεταλίδι. Τους είχα αναλάβει εγώ, τους δούλευα σαν θερινούς και είχαν μεγάλη επιτυχία και οι δύο. Ειδικά, όμως, στο Πεταλίδι, έπαιζα κάθε μέρα και με διαφορετική ταινία».
Κατά κάποιον τρόπο, τη δική του πορεία συνεχίζει ο γιος του, ο οποίος λειτουργεί επιχείρηση «video club» στην Καλαμάτα. Βέβαια, η διαφορά του κινηματογράφου από το video είναι τεράστια, αυτό όμως είναι το τίμημα της εξέλιξης…
Στις φωτογραφίες εικονίζονται ο Γιάννης Λιγουδιστιανός παλιά και σήμερα, ο Ηλίας Ναθαναήλ, ο Ηλίας Χαρίτος με τη μηχανή του πατέρα του Γιάννη και ο Γιάννης Χαρίτος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

CINEMAHELLAS

CINEMAHELLAS
Ακρόπολη